- υαλοκέφαλος
- ο, Ν(ορυκτ.) ινώδες μικροκρυσταλλικό συσσωμάτωμα ορυκτού, με ακτινωτή διάταξη και έντονη λάμψη, το οποίο περατώνεται εξωτερικά σε βοτρυοειδείς ή σφαιροειδείς επιφάνειες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Glaskopf < Glas «ύαλος, γυαλί» + Kopf «κεφαλή»].
Dictionary of Greek. 2013.